- ψάλλει
- ψάλλωpluckpres ind mp 2nd sgψάλλωpluckpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνυμνωδός — ὁ, Α αυτὸς που ψάλλει εγκωμιαστικούς ύμνους μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὑμνῳδός «αυτός που ψάλλει εγκωμιαστικούς ύμνους»] … Dictionary of Greek
ψαλμωδία — η / ψαλμῳδία, ΝΜΑ, και διαλ. τ. ψαλμουδιά Ν [ψαλμῳδός] εκκλησιαστικό άσμα, ψαλμός νεοελλ. 1. ο τρόπος με τον οποίο ψάλλει κανείς τους θρησκευτικούς ύμνους («η ψαλμωδία του συγκίνησε τους πιστούς») 2. μτφ. επίμονο παράπονο που μπορεί να… … Dictionary of Greek
επάνοδος — η 1. επιστροφή, γυρισμός, ξαναγύρισμα. 2. σχήμα λόγου όπου οι λέξεις μιας πρότασης επαναλαμβάνονται στην επόμενη με αντίστροφη σειρά: Ψάλλει ο κύκνος· ο κύκνος απ αλάργα ψάλλει (Γ. Βιζυηνός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
КАЛОФОНИЧЕСКОЕ ПЕНИЕ — Аколуфии. 1336 г. (Athen. Bibl. Nat. 2458. Fol. 1) Аколуфии. 1336 г. (Athen. Bibl. Nat. 2458. Fol. 1) [калофония; греч. καλοφωνία, от καλός прекрасный и φωνή голос, звук], греч. певч. стиль, расцвет которого приходится на 2 последних столетия… … Православная энциклопедия
BEATITUDINES — Graece Μακαρισμοὶ in gentis huius Liturgis hymni dicuntur ac troparia, incommemorationem beatitudinis Sanctorum. Sic in Liturgia Chrysostomi, Εἰ δὲ καί ἐςτι κυριακὴ, Ψάλλει τοὺς μακαρισμοὺς καὶ τȏυ ἇγίου τῆς ὴμέρας, Si vero etiam sit Domimca,… … Hofmann J. Lexicon universale
TRISIDIS — Graec. Τριθέκτη, voce compositâ dicebatur, in Ecclesia Graeca, hora tertia et sexta. Liturgia Chrysostomi, ὁ χορὸς ψάλλει την` τριθέκτην, Chorus psallit trisextam. Vide Meursium Glossar … Hofmann J. Lexicon universale
ίσος — η, ο (ΑΜ ἴσος, η, ον, Α επικ. τύπος ἶσος και ἔϊσος, η, ον) 1. αυτός που είναι ίδιος με κάποιον άλλον κατά την ποσότητα, τις διαστάσεις, τη δύναμη ή την αξία 2. αυτός που εκτείνεται σε ευθεία γραμμή, ευθύς, ίσιος 3. ομαλός, επίπεδος 4. αυτός που… … Dictionary of Greek
ερρινομελής — ές αυτός που εκτελεί το μέλος έρρινα, που ψάλλει έρρινα, με τη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρρινος + μελής (< μέλος)] … Dictionary of Greek
ηδύμολπος — η, ο αυτός που τραγουδάει ή ψάλλει γλυκά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + μολπος (< μέλπω «ψάλλω, τραγουδώ»), πρβλ. εύ μολπος] … Dictionary of Greek
ηχικός — ἠχικός, ή, όν (Α) [ήχος] αυτός που παράγει ήχο, ηχητικός, αυτός που ψάλλει, μελωδός («ἠχικός Αἰολίδης» αυτός που μελωδεί στην αιολική διάλεκτο, για τον Αλκαίο, Σχόλ. Πινδ.) … Dictionary of Greek